- παραβάζω
- και παραβάνωβάζω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όσο πρέπει ή συνηθίζεται ή από όσο είναι δυνατόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραβάζω — και παραβάνω παράβαλα, παραβάλθηκα, παραβαλμένος, βάζω, τοποθετώ, εισάγω περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράβαλες αλάτι στο φαγητό και δεν τρώγεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)